διψάω για λίγη σαρκικότητα,
ωμή σάρκα πάνω στη σάρκα μου.
Το δάγκωμα, το άγγιγμα, τον ιδρώτα.
Γίνομαι τσακάλι και βγαίνω στους δρόμους,
φοράω μπουφάν, φούστες, παντελόνια.
Μυρίζω μα δε σε βρίσκω.
Και γυρνάω σπίτι αργά, όπου τρώω τις σάρκες μου,
νωχελικά και άηχα,
σαν τις κατσαρίδες που περπατάνε αργά
στον νεροχύτη της κουζίνας.
Τις βλέπει η συγκάτοικος, τις σκοτώνει
μα αηδιάζει.
Και η σάρκα γίνεται μικρή, σκληρή και μαύρη,
πετιέται στα σκουπίδια.
Τι αγαπάω τελικά;
Τι ποθώ;
Τι είναι ο έρωτας, άλλο από τον φόβο
του πετάγματος της σάρκας στα σκουπίδια;
Τα ναρκωτικά δρουν αργά και καταλυτικά
κι εγώ πράττω άρα υπάρχω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου