31.5.11

αφτερ παρτυ

καπως ετσι το αναποφευκτο
της συναντησης,
της παρορμησης,
της ενοχης.
των ανθρωπων,
των συγγενων,
των εραστων,
των φιλων.

σαν τη βροχη το μαη,
τις αστραπες στο παρκο,
τα ματια της θαλασσες.

και τι να πω,
οταν οι αισθησεις γινονται πολλαπλες
τοτε ψαχνω το σωμα και τη διαισθηση
και βραδια βραδια
βρισκω εσενα
εσενα
εσενα..

ισως μεσα απο τα πολλα εσυ
ψηλαφισω καποτε τον εαυτο μου.

8.5.11

λοβοτομη σε ενα νησι στην ακρη του κοσμου

αχρηστες σχεσεις και μισαλλοδοξα ονειρα καπιταλιστικης νυκτος,
κατι σαν δοχειο νυκτος οι μερες που περνανε,
ακαταληπτα και νοσηρα.
γαμος, μαγαζι,ιδιοκτησια.
θελω να σας βαλω φωτια να ανεβω στη ταρατσα και να σας
βλεπω να καιγεστε, να λιωνετε και να εξαφανιζεστε σαν χαρτοπολεμος
ζαχαρωτος. 
βαρεθηκα
θελω να φυγω.
ισως και να φυγω αφου πρωτα κατουρησω γελωντας τρελαμενα
πανω στα στοματα σας που χασκουν ατερμονα, αποκαλειπτοντας,
οχι την αβυσσο, 
μα σαπισμενες ονειρωξεις και φυλλα που ποτε δεν τα πηρε ο ανεμος.
γιατι εδω ο ανεμος δεν φυσαει μονο στεκει απορημενος
τριβοντας τα ματια πανω απο την τοση ανοησια.
κι εγω; εγω που χρονια τωρα τρεφομαι απο αυτην την ανοησια 
και νιωθω τη γλιτσα της κολημενη στις πατουσες μου σαν βλεννα πλακουντα
πως μπορω να ξεφυγω;
να ξεφυγω μπας και ζησω λιγο, οσο προλαβαινω.
θα φυγω ξυπολυτη και αλουστη
κρατηστε τα παπουτσια που μου παιρνατε δωρο στις γιορτες και 
τα γενεθλια.
κρατηστε τα.τωρα πια δεν θα χω γενεθλια.
κανεις δεν θα χει. 
μονο οι λοβοτομημενοι θα γιορταζουν τα χρονια που περνουν.
περνα περνα η μελισσα χωρις τα μελισσοπουλα.
αυτα αναπολουν ακομα εναν δεκεμβρη, μια μεγαλη απεργια,
ενα παρτυ που φαγαμε πολλα ντρογκια και οι γλωσσες μας
παρασυρθηκαν αδημονουσες και λαγνες και τοσο ντροπαλα μουδιασμενες
τις επομενες μερες σαστισαν τοσο που δεν ξαναβγηκαν απο τα στοματα μας.
στοματα πηγαδια
καρδιες ουρανοι
στηθια φλεγομενα
ματια καταρτια.
το σκυλι μου κανει εμμετο. προσπαθω να του δωσω φασκομηλο να του περασει.
τι αλλο να κανει αραγε; μηπως το αρρωστησα εγω με τη δηλητηριασμενη μου διαθεση;

1.5.11

να ελκεσαι και να εισαι αμελης

τι να γραψω;
ολα εδω ειναι ουρανος και οικογενειακες περιπτυξεις.
βουλιαζω και ανοιγομαι στραμμενη διαρκως προς
μια πανταχου απουσια της ουσιας.
διψαω σαν ψαρι στο βυθο και βρισκω μονο τσαι αρμενικο
και τσιγαρα που γδερνουν το λαιμο (ή το μυαλο) μου.
η ακαταμαχητη γοητεια μου με αφησε ορφανη μολις περασα την θαλασσα,
εμεινε να κρεμεται εσαε,ι ματαιωμενη, διπλα στο μικρο ποταμι
και σμηνος μελισσια την κυκλωνουν χωρις τσιμπηματα
για το καλως ηρθες.
τι να γραψω;
εδω εχει τραγουδια και κουβεντες αλλες.
δεν θελω να μιλαω αλλο. θελω να μοιριζω, να αγγιζω και να μπαινω μεσα.
να σπαραταραω πανω σου, να χανω την ανασα μου.
μα εγω γυρναω σε χωραφια κληρονομισιμα
αναζητωντας βοτανια ακατανομαστα.
η ιδιοκτησια ειναι δυστυχια,ρε
κι ετσι εχω μονο δεκα δαχτυλα να παταω πανω τους και να φτανω τα αστερια.
μ' ακουει κανεις;
αν πεθαινα τωρα πως θα ηταν το αυριο;
θα ειχες ακομα αυτια για να μην ακους τον κοσμο;
θα ειχες χερια για να μη με αγκαλιαζεις;
κι εγω που παντα εποθησα μια μερα να ταφω σε καποια θαλασσα βαθια,
στις μακρινες ινδιες
θα εχω ενα θανατο κοινο και θλιβερο πολυ
και μια κηδεια, σαν των πολλων ανθρωπων τις κηδειες.
επειδη ειναι κυριακη μεσημερι και χρονια τωρα με τυραναει αυτη η θλιψη
θα ακουω μονο αυτο το τραγουδι.
ξανα και ξανα.